- πλάστειρα
- πλάσ-τειρα, fem. of πλάστης, Orph.H.10.20;A
φύσις APl.4.310
(Damoch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύσις APl.4.310
(Damoch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλάστειρα — ἡ, ΜΑ θηλ. τού πλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. ειρα (πρβλ. πρέσβ ειρα)] … Dictionary of Greek